- συγκτίστης
- ὁ, Α [συγκτίζω]αυτός που κτίζει ή ιδρύει πόλη ή αποικία από κοινού με άλλον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συγκτίστης — jointfounder masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκτίσται — συγκτίστης jointfounder masc nom/voc pl συγκτίστᾱͅ , συγκτίστης jointfounder masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκτιστέων — συγκτίστης jointfounder masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)